- αλμπάνης
- ο(λ. τουρκ.), θηλ. -ισσα (για τη γυναίκα του αλμπάνη), πεταλωτής, αδέξιος τεχνίτης: Ζήτησαν στο χωριό αλμπάνη, αλλά αλμπάνης δεν υπήρχε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.